Περουβιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Περουβιανός | οι | Περουβιανοί |
| γενική | του | Περουβιανού | των | Περουβιανών |
| αιτιατική | τον | Περουβιανό | τους | Περουβιανούς |
| κλητική | Περουβιανέ | Περουβιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Περουβιανός αρσενικό (θηλυκό Περουβιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Περού ή έχει περουβιανική υπηκοότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.