Παρακλητική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παρακλητική οι Παρακλητικές
      γενική της Παρακλητικής των Παρακλητικών
    αιτιατική την Παρακλητική τις Παρακλητικές
     κλητική Παρακλητική Παρακλητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρακλητική < παρακλητική, θηλυκό του παρακλητικός

Κύριο όνομα

Παρακλητική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.