Πήλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Πήλιο | ||
| γενική | του | Πηλίου & Πήλιου | ||
| αιτιατική | το | Πήλιο | ||
| κλητική | Πήλιο | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πήλιο < αρχαία ελληνική Πήλιον < προελληνική [1]
Συγγενικά
-
Πήλιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.