Πέρδικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πέρδικα | οι | Πέρδικες |
| γενική | της | Πέρδικας | των | Περδίκων |
| αιτιατική | την | Πέρδικα | τις | Πέρδικες |
| κλητική | Πέρδικα | Πέρδικες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πέρδικα < πέρδικα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.ði.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πέρ‐δι‐κα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.