Οστρογότθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Οστρογότθος οι Οστρογότθοι
      γενική του Οστρογότθου των Οστρογότθων
    αιτιατική τον Οστρογότθο τους Οστρογότθους
     κλητική Οστρογότθε Οστρογότθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οστρογότθος < δημώδης λατινική ostrogothus, ένας από τους κλάδους των Γότθων <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Οστρογότθος αρσενικό

  • (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του ομώνυμου γερμανικού φύλου που προήλθε από τη διάσπαση των Γότθων σε «Δυτικούς Γότθους» (Βησιγότθους) και «Ανατολικούς Γότθους» (Οστρογότθους)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.