Νικολοβάρβαρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Νικολοβάρβαρα | ||
| γενική | των | Νικολοβάρβαρων | ||
| αιτιατική | τα | Νικολοβάρβαρα | ||
| κλητική | Νικολοβάρβαρα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νικολοβάρβαρα < Νικόλ(αος) + -ο- + Βαρβάρ(α) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.ko.loˈvaɾ.va.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νι‐κο‐λο‐βάρ‐βα‐ρα
Κύριο όνομα
Νικολοβάρβαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (χριστιανισμός, λαογραφία) το τριήμερο 4 έως 6 Δεκεμβρίου, που ορίζεται από τις εορτές της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Νικολάου αντίστοιχα (και στο ενδιάμεσο, 5 Δεκεμβρίου, η εορτή του Αγίου Σάββα) και οι σχετικές λαϊκές δοξασίες
- ≈ συνώνυμα: Αγιονικολοβάρβαρα
- ※ Του αγίου Λουκός, λουκάνικα τ' αγίου Θοδώρου πίττες και τα Νικολοβάρβαρα τρώνε τες τηγανίτες.
- Επτανησιακή παροιμία, @Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Μεταφράσεις
Νικολοβάρβαρα
|
|
Πηγές
- Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, Ποντιακή λαογραφία (οι 4 εποχές και οι μήνες τους) (παράρτημα αρ. 19 του “Αρχείου Πόντου”, Αθήνα 1999), σ. 263.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.