Νικολοβάρβαρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Νικολοβάρβαρα
      γενική των Νικολοβάρβαρων
    αιτιατική τα Νικολοβάρβαρα
     κλητική Νικολοβάρβαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νικολοβάρβαρα < Νικόλ(αος) + -ο- + Βαρβάρ(α) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.ko.loˈvaɾ.va.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νικολοβάρβαρα

Κύριο όνομα

Νικολοβάρβαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, Ποντιακή λαογραφία (οι 4 εποχές και οι μήνες τους) (παράρτημα αρ. 19 του “Αρχείου Πόντου”, Αθήνα 1999), σ. 263.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.