Νεπαλέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νεπαλέζος | οι | Νεπαλέζοι |
| γενική | του | Νεπαλέζου | των | Νεπαλέζων |
| αιτιατική | τον | Νεπαλέζο | τους | Νεπαλέζους |
| κλητική | Νεπαλέζε | Νεπαλέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Νεπαλέζος αρσενικό (θηλυκό Νεπαλέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Νεπάλ ή έχει νεπαλέζικη υπηκοότητα
Μεταφράσεις
Νεπαλέζος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.