Νεοϋορκέζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νεοϋορκέζα οι Νεοϋορκέζες
      γενική της Νεοϋορκέζας
    αιτιατική τη Νεοϋορκέζα τις Νεοϋορκέζες
     κλητική Νεοϋορκέζα Νεοϋορκέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεοϋορκέζα < Νεοϋορκέζος + (-έζα)

Ουσιαστικό

Νεοϋορκέζα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.