Ναξιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ναξιώτισσα | οι | Ναξιώτισσες |
| γενική | της | Ναξιώτισσας | των | Ναξιωτισσών |
| αιτιατική | τη | Ναξιώτισσα | τις | Ναξιώτισσες |
| κλητική | Ναξιώτισσα | Ναξιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ναξιώτης
Ναξιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.