Ναΐς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ναΐς αἱ Ναΐδες
      γενική τῆς Ναΐδος τῶν Ναΐδων
      δοτική τῇ Ναΐδ ταῖς Ναΐσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ναΐδ τὰς Ναΐδᾰς
     κλητική ! Ναΐς* Ναΐδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ναΐδε
γεν-δοτ τοῖν  Ναΐδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ναΐς < νάω

Κύριο όνομα

Ναΐς θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.