Μπουλγούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπουλγούρης | οι | Μπουλγούρηδες |
| γενική | του | Μπουλγούρη | των | Μπουλγούρηδων |
| αιτιατική | τον | Μπουλγούρη | τους | Μπουλγούρηδες |
| κλητική | Μπουλγούρη | Μπουλγούρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπουλγούρης < → λείπει η ετυμολογία (δείτε τη Συζήτηση:Μπουλγούρης)
- Μπουλουγουράς
- Μπουλουγούρης
- Πλιγούρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Boulgouris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.