Φλώρινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φλώρινα οι Φλώρινες
      γενική της Φλώρινας των (Φλωρινών)
    αιτιατική τη Φλώρινα τις Φλώρινες
     κλητική Φλώρινα Φλώρινες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Φλώρινα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.