Μεταξουργείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μεταξουργείο τα Μεταξουργεία
      γενική του Μεταξουργείου των Μεταξουργείων
    αιτιατική το Μεταξουργείο τα Μεταξουργεία
     κλητική Μεταξουργείο Μεταξουργεία
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεταξουργείο < μεταξουργείο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.ksuɾˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεταξουργείο

Κύριο όνομα

Μεταξουργείο

  •   Θροΐσματα, τρίλιες πουλιών και τιτιβίσματα γυναικών αναστάτωναν το Μεταξουργείο. (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, (Καστανιώτης: Αθήνα, 2009), σελ. 100)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.