Μεταλλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μεταλλείο τα Μεταλλεία
      γενική του Μεταλλείου των Μεταλλείων
    αιτιατική το Μεταλλείο τα Μεταλλεία
     κλητική Μεταλλείο Μεταλλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μεταλλείο < καθαρεύουσα Μεταλλεῖον.  δείτε και τη λέξη μεταλλείο

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μεταλλείο

Κύριο όνομα

Μεταλλείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.