Μελαχρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μελαχρινός | οι | Μελαχρινοί |
| γενική | του | Μελαχρινού | των | Μελαχρινών |
| αιτιατική | τον | Μελαχρινό | τους | Μελαχρινούς |
| κλητική | Μελαχρινέ | Μελαχρινοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μελαχρινός < μελαχρινός
Συγγενικά
Απόστολος Μελαχρινός (1880-1952), Έλληνας ποιητής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Melachrinos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.