Μαυροβούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μαυροβούνι | τα | Μαυροβούνια |
| γενική | του | Μαυροβουνίου | των | Μαυροβουνίων |
| αιτιατική | το | Μαυροβούνι | τα | Μαυροβούνια |
| κλητική | Μαυροβούνι | Μαυροβούνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρο‐βού‐νι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.