Μαραθωνομάχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Μᾰρᾰθωνομᾰχα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Μαραθωνομάχης | οἱ | Μαραθωνομάχαι | |
| γενική | τοῦ | Μαραθωνομάχου | τῶν | Μαραθωνομαχῶν | |
| δοτική | τῷ | Μαραθωνομάχῃ | τοῖς | Μαραθωνομάχαις | |
| αιτιατική | τὸν | Μαραθωνομάχην | τοὺς | Μαραθωνομάχᾱς | |
| κλητική ὦ! | Μαραθωνομάχη | Μαραθωνομάχαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μαραθωνομάχᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μαραθωνομάχαιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
Μαραθωνομάχης [Μᾰρᾰθωνομᾰχ] αρσενικό
- που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα κατά των Περσών, μαραθωνομάχος
- Μαραθωνομάχος, μαραθωνομάχος (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- Μαραθωνομάχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μαραθωνομάχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.