Μαγυάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαγυάρος οι Μαγυάροι
      γενική του Μαγυάρου των Μαγυάρων
    αιτιατική τον Μαγυάρο τους Μαγυάρους
     κλητική Μαγυάρε Μαγυάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαγυάρος < (άμεσο δάνειο) ουγγρική magyar

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈʝa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαγυάρος

Κύριο όνομα

Μαγυάρος αρσενικό

  • (εθνικό όνομα) μη απλοποιημένη, ετυμολογική γραφή του Μαγιάρος, ο Ούγγρος
      Έφιπποι τοξότες, φορώντας παραδοσιακές στολές των Μαγυάρων καλπάζουν υπό τον ήχο παραδοσιακών ουγγρικών τυμπάνων. (Γιώτα Μυρτσιώτη, Η ιστορία των Μαγυάρων αναβιώνει στη ΔΕΘ, εφημερίδα Καθημερινή, 11 Σεπτεμβρίου 2010)
      Καὶ δὴ ὁ Εὐγένιος Δ′ εἶχε τῷ 1443 παρορμήσει τοὺς Πολωνοὺς καὶ Οὔγγρους εἰς σταυροφορίαν, ἧς ἡγέται ἦσαν ὁ νεαρὸς βασιλεὺς τῆς Πολωνίας καὶ Οὐγγαρίας Λαδίσλαος Γ′, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰαγέλλου, καὶ ὁ Μαγυάρος ἥρως Οὑνιάδης. (Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, Ιστορία της πόλεως Αθηνών κατά τους μέσους αιώνας, τόμ. Β΄, (Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου: Εν Αθήναις, 1904), σελ. 373)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.