Λύκος

Νέα ελληνικά (el)

Ο αστερισμός του Λύκου.

Ετυμολογία

Λύκος < λύκος

Κύριο όνομα

Λύκος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) γιος είτε του Ποσειδώνα, είτε του Προμηθέα, είτε άλλο μυθολογικό πρόσωπο
  2. ποταμός της Μικράς Ασίας
  3. όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Lup

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Λύκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Λύκος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) όνομα διαφόρων μυθικών προσώπων
  3. ποταμός της Μικράς Ασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.