Λιάκος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Λιάκος < Λιάς + υποκοριστικό επίθημα -άκος < Ηλίας
- το επώνυμο, από το όνομα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʎa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λιά‐κος
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ηλίας
υποκοριστικό του Ηλίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.