Λετονός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λετονός οι Λετονοί
      γενική του Λετονού των Λετονών
    αιτιατική τον Λετονό τους Λετονούς
     κλητική Λετονέ Λετονοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λετονός < Λετον(ία) + -ός

Κύριο όνομα

Λετονός αρσενικό (θηλυκό Λετονή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.