Κουγέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κουγέας | οι | Κουγέηδες |
| γενική | του | Κουγέα | των | Κουγέηδων |
| αιτιατική | τον | Κουγέα | τους | Κουγέηδες |
| κλητική | Κουγέα | Κουγέηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δουρίδας (κλίση: Αντρέας)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κουγέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Κουγέας αρσενικό (θηλυκό Κουγέα)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Το λεωφορείο […] πέρασε τη στροφή που οδηγεί στο σεισμοχτυπημένο χωριό Δολοί, την πατρίδα του λόγιου Κουγέα και τις Κιτριές, το βόρειο παραθαλάσσιο αρχηγείο της Μάνης στην αρχή του χαλασμού
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σσ. 57-58.
- ※ Το λεωφορείο […] πέρασε τη στροφή που οδηγεί στο σεισμοχτυπημένο χωριό Δολοί, την πατρίδα του λόγιου Κουγέα και τις Κιτριές, το βόρειο παραθαλάσσιο αρχηγείο της Μάνης στην αρχή του χαλασμού
-
Σωκράτης Κουγέας στη Βικιπαίδεια
(1877-1966), Έλληνας ιστορικός και φιλόλογος, ακαδημαϊκός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kougeas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.