Κονγκολέζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κονγκολέζος οι Κονγκολέζοι
      γενική του Κονγκολέζου των Κονγκολέζων
    αιτιατική τον Κονγκολέζο τους Κονγκολέζους
     κλητική Κονγκολέζε Κονγκολέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κονγκολέζος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κονγκολέζος αρσενικό (θηλυκό Κονγκολέζα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.