Κιτάντζης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κιτάντζης | οι | Κιτάντζηδες |
| γενική | του | Κιτάντζη | των | Κιτάντζηδων |
| αιτιατική | τον | Κιτάντζη | τους | Κιτάντζηδες |
| κλητική | Κιτάντζη | Κιτάντζηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κιτάντζης < + -άντζης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kitantzis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.