Κιργιζία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κιργιζία | οι | Κιργιζίες |
| γενική | της | Κιργιζίας | των | Κιργιζιών |
| αιτιατική | την | Κιργιζία | τις | Κιργιζίες |
| κλητική | Κιργιζία | Κιργιζίες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Κιργιζία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Κιργιζία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.