Κατάλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κατάλυμα τα Καταλύματα
      γενική του Καταλύματος των Καταλυμάτων
    αιτιατική το Κατάλυμα τα Καταλύματα
     κλητική Κατάλυμα Καταλύματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κατάλυμα < κατάλυμα

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κατάλυμα

Κύριο όνομα

Κατάλυμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.