Καναανίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καναανίτης | οι | Καναανίτες |
| γενική | του | Καναανίτη | των | Καναανιτών |
| αιτιατική | τον | Καναανίτη | τους | Καναανίτες |
| κλητική | Καναανίτη | Καναανίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Καναανίτης αρσενικό
- άλλη μορφή του Χαναανίτης
- Αμερικανοί και Ισραηλινοί αρχαιολόγοι εντόπισαν ένα κελάρι ηλικίας 3.700 ετών που αποτελούσε τμήμα ανακτόρου αρχαίων Καναανιτών στη περιοχή Ναχαρίγια στο βόρειο Ισραήλ. (*)
Μεταφράσεις
Καναανίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.