Καβοφονιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καβοφονιάς | οι | Καβοφονιάδες |
| γενική | του | Καβοφονιά | των | Καβοφονιάδων |
| αιτιατική | τον | Καβοφονιά | τους | Καβοφονιάδες |
| κλητική | Καβοφονιά | Καβοφονιάδες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.vo.foˈɲas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐βο‐φο‐νιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.