Ιτιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιτιά | οι | Ιτιές |
| γενική | της | Ιτιάς | των | Ιτιών |
| αιτιατική | την | Ιτιά | τις | Ιτιές |
| κλητική | Ιτιά | Ιτιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιτιά < ιτιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐τιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.