Ιρακινή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιρακινή | οι | Ιρακινές |
| γενική | της | Ιρακινής | των | Ιρακινών |
| αιτιατική | την | Ιρακινή | τις | Ιρακινές |
| κλητική | Ιρακινή | Ιρακινές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιρακινή < Ιρακιν(ός) + -ή
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιρακινός
Ιρακινή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.