Ιάβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ιάβα | ||
| γενική | της | Ιάβας | ||
| αιτιατική | την | Ιάβα | ||
| κλητική | Ιάβα | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιάβα < ιαβαϊκή ꦗꦮ (jawa) < σανσκριτική यव-द्वीप (yava-dvīpa) < यव (κριθάρι) + द्वीप (νησί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.