Θιβετιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Θιβετιανός | οι | Θιβετιανοί |
| γενική | του | Θιβετιανού | των | Θιβετιανών |
| αιτιατική | τον | Θιβετιανό | τους | Θιβετιανούς |
| κλητική | Θιβετιανέ | Θιβετιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Θιβετιανός αρσενικό (θηλυκό Θιβετιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Θιβέτ ή έχει θιβετιανή υπηκοότητα
Μεταφράσεις
Θιβετιανός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.