Θερμιδόρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Θερμιδόρ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική thermidor  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.miˈðoɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θερμιδόρ

Κύριο όνομα

Θερμιδόρ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.