Θερμιδώρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Θερμιδώρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική thermidor

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.miˈðoɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θερμιδώρ

Κύριο όνομα

Θερμιδώρ αρσενικό άκλιτο

  • (ιστορία) παλιά γραφή του Θερμιδόρ
      Θερμιδώρ. Εν τω κατά την Γαλλικήν Επανάστασιν θεσπισθέντι ημερολογίω ο ενδέκατος μην από 19 Ιουλίου μέχρι 18 Αυγούστου, κλειθείς ούτως ως θερμότατος
    λήμμα «Θερμιδώρ», Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1330.

Παράγωγα

  • θερμιδώρειος (σπάνιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.