Ζμύρνα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ζμύρν αἱ Ζμύρναι
      γενική τῆς Ζμύρνης τῶν Ζμυρνῶν
      δοτική τῇ Ζμύρν ταῖς Ζμύρναις
    αιτιατική τὴν Ζμύρνᾰν τὰς Ζμύρνᾱς
     κλητική ! Ζμύρν Ζμύρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ζμύρν
γεν-δοτ τοῖν  Ζμύρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ζμύρνα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ζμύρνα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.