Εὖρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Εὖρος < ομόρ. του αὖος(ξηρός) > αὐαίνω
Σύννεφα πάνω από το Γιβραλτάρ που σχηματίζονται από τον άνεμο λεβάντες.

Ουσιαστικό

Εὖρος αρσενικό

ο μεσογειακός νοτιοανατολικός ξηρός άνεμος κν σιροκολεβάντες ή ευραπηλιώτης.

Σημειώσεις

αρχικά ο ανατολικόςάνεμος (λεβάντες ή απηλιώτης), αλλά μεταγενέστερα συμπεριλήφθηκε στο νοτιοανατολικό· κατά τον Ηρόδοτον «Εὐρύνοτος» Ιστορίαι Ηροδότου Δ΄, 99 και Ζ΄ 36 «Πνέει δε κυρίως κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, τις περισσότερες φορές ξηρός».

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.