Εξάρχεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Εξάρχεια | ||
| γενική | των | Εξαρχείων | ||
| αιτιατική | τα | Εξάρχεια | ||
| κλητική | Εξάρχεια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈksaɾ.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ξάρ‐χει‐α
Κύριο όνομα
Εξάρχεια ουδέτερο πληθυντικός
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Άρχισε λοιπόν να σχεδιάζει να βρει ένα μικρό δυάρι στα Εξάρχεια, για να είναι κοντά στη δουλειά. (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι (Αθήνα: Καστανιώτης, 2000), σελ. 38)
Συγγενικά
-
Εξάρχεια στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.