Εξάρχεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Εξάρχεια
      γενική των Εξαρχείων
    αιτιατική τα Εξάρχεια
     κλητική Εξάρχεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εξάρχεια < Έξαρχ(ος) + -εια > επώνυμο ενός Ηπειρώτη εμπόρου που διέθετε κατάστημα στην περιοχή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈksaɾ.çi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Εξάρχεια

Κύριο όνομα

Εξάρχεια ουδέτερο πληθυντικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.