έξαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έξαρχος οι έξαρχοι
      γενική του έξαρχου
& εξάρχου
των έξαρχων
& εξάρχων
    αιτιατική τον έξαρχο τους έξαρχους
& εξάρχους
     κλητική έξαρχε έξαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔξαρχος (αρχηγός χορού, ελληνιστική σημασία: διοικητής, ανώτατος ιερέας)[1] < ἐξ + ἄρχω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ksaɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξαρχος
παλιότερος συλλαβισμός: έξαρχος

Ουσιαστικό

έξαρχος αρσενικό

  1. (αξίωμα, ιστορία) αξιωματούχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που έχει οριστεί ως διοικητής ενός εξαρχάτου
  2. (αξίωμα, χριστιανισμός) τίτλος που απονέμεται σε δεσπότη, που του έχουν δοθεί κάποιες εξουσίες σε ορισμένη περιοχή
  3. (αξίωμα, χριστιανισμός) τίτλος που απονέμεται σε κληρικό, που του έχει ανατεθεί συγκεκριμένη αποστολή σε κάποια περιοχή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.