Ελίκη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ελίκη < αρχαία ελληνική Ἑλίκη

Κύριο όνομα

Ελίκη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μυθική βασίλισσα της πόλης Ελίκη στην αρχαία Αχαΐα, κόρη του Σελινούντα και γυναίκα του Ίωνα
  2. αρχαία πόλη της Αχαΐας γνωστή από τον σεισμό που κατέστρεψε
  3. οικισμός στο νομό Αχαΐας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.