Δωρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δωρίδα
      γενική της Δωρίδας
    αιτιατική τη Δωρίδα
     κλητική Δωρίδα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δωρίδα < αρχαία ελληνική Δωρίς

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δωρίδα

Κύριο όνομα

Δωρίδα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. περιοχή της αρχαίας Ελλάδας στη σημερινή Φωκίδα
  2. περιοχή της Μικράς Ασίας
  3. πρώην επαρχία της Φωκίδας
  4. δήμος της Φωκίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.