Δρόλαπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δρόλαπας οι Δρολαπαίοι
      γενική του Δρόλαπα των Δρολαπαίων
    αιτιατική τον Δρόλαπα τους Δρολαπαίους
     κλητική Δρόλαπα Δρολαπαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δρόλαπας < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Δρόλαπας αρσενικό (θηλυκό Δρόλαπα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.