Δουβλίνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δουβλίνο τα Δουβλίνα
      γενική του Δουβλίνου των Δουβλίνων
    αιτιατική το Δουβλίνο τα Δουβλίνα
     κλητική Δουβλίνο Δουβλίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Δουβλίνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.