Δημολέων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δημολέων οἱ Δημολέοντες
      γενική τοῦ Δημολέοντος τῶν Δημολεόντων
      δοτική τῷ Δημολέοντ τοῖς Δημολέουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δημολέοντ τοὺς Δημολέοντᾰς
     κλητική ! Δημολέον Δημολέοντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δημολέοντε
γεν-δοτ τοῖν  Δημολεόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δημολέων < δημο- + -λέων

Κύριο όνομα

Δημολέων, -οντος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.