Δεσποινιώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δεσποινιώ
      γενική της Δεσποινιώς
    αιτιατική τη Δεσποινιώ
     κλητική Δεσποινιώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δεσποινιώ < Δέσποιν(α) + -ιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.spiˈɲo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δεσποινιώ

Κύριο όνομα

Δεσποινιώ θηλυκό

  • (το) Δεσποινιό (ως ουδέτερο)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.