Δεμιρτζόπουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δεμιρτζόπουλος οι Δεμιρτζόπουλοι
& Δεμιρτζοπουλαίοι1
      γενική του Δεμιρτζόπουλου
& Δεμιρτζοπούλου
των Δεμιρτζόπουλων2
& Δεμιρτζοπουλαίων
    αιτιατική τον Δεμιρτζόπουλο τους Δεμιρτζόπουλους3
& Δεμιρτζοπουλαίους
     κλητική Δεμιρτζόπουλε Δεμιρτζόπουλοι
& Δεμιρτζοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Δεμιρτζοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Δεμιρτζοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δεμιρτζόπουλος < Δεμιρτζ(ής) + -όπουλος

Κύριο όνομα

Δεμιρτζόπουλος αρσενικό (θηλυκό Δεμιρτζοπούλου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.