Δαδί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Δαδί | τα | Δαδιά |
| γενική | του | Δαδιού | των | Δαδιών |
| αιτιατική | το | Δαδί | τα | Δαδιά |
| κλητική | Δαδί | Δαδιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐δί
Συγγενικά
- Δαδιά
Αναφορές
- Καλλιόπη Στάρα, «Μακρινά δαδιά, ταπεινά λυχνάρια», στο: Ιωάννης Μότσιανος, Ελένη Μπίντση, Μια ιστορία από φως στο φως: Κατάλογος έκθεσης, Θεσσαλονίκη: Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, 2011, σελ. 331
- ΦΕΚ Α 213, 2 Ιουνίου 1915
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.