Δέμπλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δέμπλα
      γενική της Δέμπλας
    αιτιατική τη Δέμπλα
     κλητική Δέμπλα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δέμπλα < δέμπλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðem.bla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δέμπλα
ομόηχο: δέμπλα

Κύριο όνομα

Δέμπλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.