Δέλφειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Δέλφειος | ἡ | Δελφείᾱ | τὸ | Δέλφειον |
| γενική | τοῦ | Δελφείου | τῆς | Δελφείᾱς | τοῦ | Δελφείου |
| δοτική | τῷ | Δελφείῳ | τῇ | Δελφείᾳ | τῷ | Δελφείῳ |
| αιτιατική | τὸν | Δέλφειον | τὴν | Δελφείᾱν | τὸ | Δέλφειον |
| κλητική ὦ! | Δέλφειε | Δελφείᾱ | Δέλφειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Δέλφειοι | αἱ | Δέλφειαι | τὰ | Δέλφειᾰ |
| γενική | τῶν | Δελφείων | τῶν | Δελφείων | τῶν | Δελφείων |
| δοτική | τοῖς | Δελφείοις | ταῖς | Δελφείαις | τοῖς | Δελφείοις |
| αιτιατική | τοὺς | Δελφείους | τὰς | Δελφείᾱς | τὰ | Δέλφειᾰ |
| κλητική ὦ! | Δέλφειοι | Δέλφειαι | Δέλφειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δελφείω | τὼ | Δελφείᾱ | τὼ | Δελφείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Δελφείοιν | τοῖν | Δελφείαιν | τοῖν | Δελφείοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Δέλφειος < αρχαία ελληνική Δέλφ(ος) + -ειος
Πηγές
- Δέλφειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.