Γιαννόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γιαννόπουλος | οι | Γιαννόπουλοι & Γιαννοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Γιαννόπουλου & Γιαννοπούλου |
των | Γιαννόπουλων2 & Γιαννοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Γιαννόπουλο | τους | Γιαννόπουλους3 & Γιαννοπουλαίους |
| κλητική | Γιαννόπουλε | Γιαννόπουλοι & Γιαννοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Γιαννοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Γιαννοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-γιαννόπουλος»
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.