Γιαννάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γιαννάτος οι Γιαννάτοι
      γενική του Γιαννάτου των Γιαννάτων
    αιτιατική τον Γιαννάτο τους Γιαννάτους
     κλητική Γιαννάτε
& Γιαννάτο
Γιαννάτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μαυροκορδάτος (κλίση: μούτσος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γιαννάτος < Γιάνν(ης) + -άτος

Κύριο όνομα

Γιαννάτος αρσενικό (θηλυκό Γιαννάτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.